Η Βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα και η μεγάλη πρόκληση για τον Γιάννη Σταθόπουλο.

0

 Η Βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα και η μεγάλη πρόκληση για το Γιάννη Σταθόπουλο. Η αγορά των επτά στρεμμάτων στην οποία είναι κτισμένη η βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα, υπερψηφίστηκε από το Δημοτικό συμβούλιο παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες περί του «αντιθέτου» από τις παρατάξεις της Ν.Δ και του Κ.Κ.Ε, αλλά κι απ΄ τον «Δούρειο Ίππο» που ελλοχεύει στην παράταξη που διοικεί το Δήμο.

Δεν αξίζει ο κόπος ν΄ασχοληθεί κάποιος με τους  δημοτικούς συμβούλους που ψήφισαν αρνητικά, αφού στο παρελθόν ως διοίκηση δεν έχουν να επιδείξουν κανένα άλλο έργο πέρα από της διαχείριση της «Μιζέριας», τη βόλεψη κομματικών και όχι μόνον φίλων και τα μικρορουσφέτια σε γνωστούς και γείτονες… και οι οποίοι σήμερα ως αντιπολίτευση, αντιστέκονται σε κάθε «καλό» για την πόλη, εγκλωβισμένοι σε αντιπολιτευτικά μοντέλα «εποχής κοινοταρχών» που  εκπορεύονται από προσωπική ανεπάρκεια και ημιμάθεια.

Η πόλη επιτέλους προχωρά μπροστά κι αυτό είναι το ζητούμενο για μας, τα παιδιά και εγγόνια μας. Η πόλη μετά από μεγάλες «απώλειες» της ακίνητης περιουσίας της από παλιότερες δημοτικές αρχές, επιτέλους κατάφερε μετά από πολλές δεκαετίες, ν΄ αποκτήσει ένα χώρο επτά στρεμμάτων και αυτό είναι το σημαντικό.Το σημαντικότερο όμως στοίχημα για τη δημοτική αρχή του Γιάννη Σταθόπουλου αρχίζει τώρα, δηλαδή μετά την απόκτηση.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος που διέθετε εμπορικό δαιμόνιο, αγαπούσε τον πλούτο και τον επιδείκνυε με κάθε ευκαιρία και ασφαλώς υπήρξε ένας εξαιρετικός πωλητής έργων τέχνης. Δεν ήταν όμως καλλιτέχνης.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας δεν ήταν ζωγράφος, δεν ήταν γλύπτης, δεν ήταν συγγραφέας, ούτε ποιητής, με λίγα λόγια μετά τον θάνατο του δεν άφησε πίσω του  «καλλιτεχνικές δημιουργίες» οι οποίες θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν στην βίλα του η οποία θα λειτουργούσε ως Μουσείο,  όπως καλή ώρα γίνεται με το σπίτι –μουσείο του Αλέκου Κοντόπουλου που λειτουργεί στην ομώνυμη οδό παρά τις εγκληματικές «επεκτάσεις» που έγιναν και οι οποίες είναι πέρα και πάνω από κάθε έννοια αισθητικής και τίμησης του μεγάλου αυτού ζωγράφου…

Ο Αλέξανδρος Ιόλας αγαπούσε το «Ωραίο». Εκτιμούσε το «ιδιοφυές» και το διέκρινε με την σπάνια αντίληψη που διέθετε, σε κάθε έργο νέων κυρίως καλλιτεχνών και τα προτερήματα του αυτά τον βοήθησαν στη δημιουργία και επιτυχή λειτουργία των Γκαλερί.Ο Αλέξανδρος Ιόλας λάτρευε την αρχαία ελληνική γλυπτική.

Αγαπούσε με πάθος την ανεμελιά με την οποία ο γλύπτης των προχριστιανικών αιώνων σμίλευε στο μάρμαρο το «Γυμνό» και το απογείωνε στο «Θείο»… με αποτέλεσμα να υπάρξει ένας από τους μεγαλύτερους συλλέκτες και εμπόρους  αρχαιοελληνκών  έργων τέχνης. Σε κάποιους ίσως φανεί παράδοξο το γεγονός της συλλογής αρχαίων αντικειμένων από ιδιώτη, ο οποίος μάλιστα με περισσή χαρά και περηφάνια τα επιδείκνυε στους προσεκτικά επιλεγμένους καλεσμένους της Βίλας του.

Ο Αλέξανδρος Ιόλας όμως πίστευε ότι οι θαμμένοι στα ελληνικά χώματα θησαυροί, δεν ήταν για τα μάτια των «πολλών» που δεν κάτεχαν και «πολλά», αλλά για τα μάτια των «λίγων» που «γνώριζαν», εκτιμούσαν και κυρίως ακριβοπλήρωναν για να τους αποθηκεύσουν στις ιδιωτικές τους συλλογές…

Κανένας, πλην του ιδίου, δεν γνώριζε τον ακριβή αριθμό των χιλιάδων αρχαιοτήτων που φυγαδεύτηκαν από τη χώρα και πουλήθηκαν σε πάμπλουτους ιδιώτες –συλλέκτες. Αυτό που ίσως θα γνωρίσουν οι επόμενες γενεές, είναι το «πόσα» αριστουργήματα τα προσεχή χρόνια θα πωλούνται σε δημοπρασίες ξένων οίκων, από τους κληρονόμους των συλλεκτών που θα ενδιαφέρονται περισσότερο για «ευρώ» και «δολάρια» παρά για τα τεχνουργήματα μιας κάποιας αρχαίας Ελλάδας…

Η μοίρα; Το πεπρωμένο; Η τύχη; ή Το Κάρμα αποφάσισε ότι αυτή η Βίλα της χλιδής, των ρωμαϊκών οργίων, της ύμνησης του «Ενός» και της απαξίωσης των «πολλών», περιήλθε στην ιδιοκτησία του Δήμου Αγ. Παρασκευής και κατ΄επέκταση της Ελλάδας των «πολλών και πτωχών»…Εδώ λοιπόν μπαίνει και το στοίχημα για τον Γιάννη Σταθόπουλο.

Θα μπορέσει άραγε ν’ αποδώσει το χώρο και τη βίλα για «παραγωγή πολιτισμού» σ΄αυτούς τους  πάντα ανώνυμους και περιφρονημένους «πολλούς» ή  θα παραμείνει αιώνιο σύμβολο του «Εγωισμού», της «Αλαζονείας» και του «Πλούτου»;

Ανδρέας Χρ. Μπαλωτής

Δημοσιογράφος –Μέλος ΕΣΗΕΑ