Notre-Dame

0

*…Σ’ εκείνο τον μεγαλειώδη κι αντιφατικό 19ο αιώνα, η λογοτεχνία έγινε μέσο αναστοχασμού της ιστορίας, σύμμαχος της αρχαιολογίας, συνειδητοποίηση αυτού που σήμερα αποκαλούμε «πολιτιστική κληρονομιά». Το 1831, εκείνο το μυθ-ιστόρημα του Βικτόρ Ουγκώ, έστρεψε πάλι τα βλέμματα σ’ ένα κτίριο, το οποίο κατέρρεε, και τούτη τη φορά τα έστρεψε για τα καλά: Μια πραγματική εκστρατεία ξεκίνησε, η οποία μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή μέχρι το 1841, συντέλεσε στην εκπόνηση ενός μεγαλόπνοου σχεδίου για την αρχιτεκτονική αποκατάσταση, την εκτεταμένη ανακαίνιση και συντήρηση του ετοιμόρροπου ναού με τ’ όνομα Notre-Dame, Παναγία των Παρισίων, Κυρά των ανθρώπινων κτισμάτων που γίνονται συλλογικό όνειρο μέσα από τη λογοτεχνία και την πρόσληψή της στην καρδιά της ιστορίας και της κοινωνίας.

Η ομάδα του Ζαν Μπατίστ Λασίς (Jean-Baptiste Lassus) και του Εζέν Βιολέ Λε Ντυκ (Eugène Viollet-Le-Duc) ανέλαβε ένα κολοσσιαίων διαστάσεων έργο, το οποίο ξεκίνησε συστηματικά το 1845 και ολοκληρώθηκε το 1864. Ο Λασίς είχε πεθάνει ήδη το 1857 κι έμεινε ο Βιολέ Λε Ντυκ για να προχωρήσει την αποπεράτωση του κοινού σχεδίου. Η Παναγία των Παρισίων έγινε, λοιπόν, το υλικό υπόδειγμα του τρόπου με το οποίο η συνείδηση των ρομαντικών του 19ου αιώνα αναστοχάστηκε, συνέλαβε και αποκατέστησε τον 12o και τον 13ο αιώνα∙ και η «ψυχή του Μεσαίωνα» είναι στην πραγματικότητα, εξίσου και περισσότερο, ενδεχομένως, ψυχή του 19ου των ρομαντικών (μερικοί από τους οποίους ήταν και γεννήτορες του ρεαλισμού με τα δικά του πολυποίκιλα αιτήματα).

Γι’ αυτό, τεράστια και καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά του Βιολέ Λε Ντυκ σε συνάρτηση με τον γλυπτό διάκοσμο στις προσόψεις του ναού. Μαζί με έναν άλλο Βικτόρ, τον γλύπτη Βικτόρ Πυανέ (Victor Pyanet), σχεδίασαν, λάξευσαν, επέβλεψαν και τοποθέτησαν πάνω από εκατό γκαργκοϊλάκια (προσοχή, «gargoyle» ονομάζουμε μόνο τα γοτθικά τερατάκια που επέχουν θέση υδρορροής!) και περί τις 54 «χίμαιρες» (ή «chimerae» ή «chimères», σύμφωνα με τη μεσαιωνική αλλά και τη «νεομεσαιωνική» ορολογία του γαλλικού ρομαντισμού). Για το «τέλεια περατωμένο ιδανικό», ο Βιολέ Λε Ντυκ ανέτρεξε με μέγιστη σχολαστικότητα σε όλες τις διαθέσιμες πηγές για τον 12ο αι., τον 13ο αι. και τις γοτθικές αρχιτεκτονικές διακοσμήσεις, μελέτησε εξονυχιστικά όλα τα εναπομείναντα ίχνη από σπασμένα ονυχοφόρα γλυπτά του Μεσαίωνα πάνω στο κτίριο, αλλά κι απομάκρυνε (κατά αμφιλεγόμενο, σήμερα, τρόπο) προσθήκες και επισκευές από τις εποχές που μεσολάβησαν από τον ιστορικό χρόνο του χιμαιρικού ιδανικού έως τον χρόνο της υλοποίησής του.

Στο τέλος, τα υπερεκατό γκαργκόιλ και οι 54 χίμαιρες των Βιολέ Λε Ντυκ και Πυανέ (και των συνεργείων τους!) έγιναν για πολλούς/ές η εικόνα του Μεσαίωνα στην αρχιτεκτονική γλυπτική – και όχι μόνο της Γαλλίας. «Σε κάθε γωνιά έχουν έρθει να κουρνιάσουν πτηνά, έχουν έρθει να καθίσουν ανακούρκουδα δαίμονες και τέρατα. Τούτες οι γραφικές μορφές αντικαταστάθηκαν∙ οι αυθεντικές δεν υπάρχουν πια – μα κάποιες από αυτές, κρημνιζόμενες, άφησαν τα νύχια τους κολλημένα στην πέτρα», έγραφε σχετικά ο Βιολέ Λε Ντυκ. Με αυτό το πρόγραμμα, ο 19ος αιώνας αποκατέστησε και δικαίωσε τους γλύπτες του 13ου αιώνα, οι οποίοι αντιμετώπισαν τη φοβερή κατάκριση των κληρικών της εποχής τους για τους «ασεβείς παραλογισμούς» και τα «βρώμικα πλάσματα».

Απόψε, μέσα στους σκοτεινούς καπνούς του 21ου αιώνα είναι σαν να χάνονται αυτά τα αποτροπαϊκά ενός άγρυπνου ρομαντισμού, ο οποίος ξαναγέννησε τον Μεσαίωνα με τα παραγνωρισμένα και τα εξοβελισμένα, πιο ανθρώπινα, χαρακτηριστικά του. Και είναι διττό, λοιπόν, στην ιστορική του διάσταση το αίτημα αποκατάστασης μετά από τη φοβερή καταστροφή, δηλαδή, πρωτίστως, ένα ανοιχτό ερώτημα: Μπορούμε να ξαναβρούμε δύο εποχές, που η μια είχε βλαστήσει πάλι στον στοχασμό της άλλης, μέσα στη δική μας εποχή; Μπορούμε να περισώσουμε κι εμείς τα γαντζωμένα νύχια πάνω στην πέτρα ως υπόσχεση ενάντια στη βαρβαρότητα της λήθης και στις ιεραρχήσεις της;

Δεν ξέρω. Ξέρω σίγουρα ότι μονάχα η δεύτερή μου σκέψη ήταν «γκαργκοϊλάκια και χίμαιρες του Βιολέ Λε Ντυκ». Η πρώτη μου σκέψη ήταν «γκαργκοϊλάκια μου και χίμαιρές μου». Επειδή, πέρα από τις τουριστικές επιφάνειες και τα «σορμπονάκια», είναι βαθιά ανθρώπινο ό, τι έχει κρατήσει τη ζωή μας ζωντανή απέναντι στη χρησιμοθηρία, την απομάγευση, την ασχήμια και την εργαλειακότητα. Κι εκεί πιάνεις τον εαυτό σου να κλαίει για τα ανθρώπινα και το παραμύθι τους, που μένει απαραμύθητο, ώσπου να ξανάρθει.

…Notre-Dame du Monde, στιγμιότυπα: Le Stryge et Co.: Αγναντεύοντας τον 19ο αιώνα στα 1853 – Δύο χίμαιρες σε καρτ ποστάλ, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Γκαργκοϊλάκια αγναντεύουν το Παρίσι του Λαϊκού Μετώπου και τα φωτογραφίζει ο Ρώσος Ρομάν Βισνιάκ.

Νίκος Σκοπλάκης
Ιστορικός

Απάντηση